- κεφαλόπουλο
- το υποκορ. του κέφαλος, μικρός κέφαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεφαλόπουλο — το μικρός κέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πουλο* (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»), πρβλ. αϊτό πουλο, ορνιθό πουλο] … Dictionary of Greek
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
αρχοντόπουλο — το το παιδί που κατάγεται από άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + πουλο (κατάλ. ουδ. ουσ. με σημασία «μικρό, παιδί» πρβλ. βασιλόπουλο, ελληνόπουλο, κεφαλόπουλο)] … Dictionary of Greek
πεπτικότητα — η 1. φυσιολ. η ικανότητα μιας τροφής να πέπτεται 2. φρ. «συντελεστής πεπτικότητας» (ζωοτεχν.) ο αριθμητικός παράγοντας ο οποίος εκφράζει το ποσοστό μιας ουσίας που τρώγεται από ένα ζώο και δεν επανευρίσκεται υπό μορφή κοπράνων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υδρόγαλα — το, Ν διαιτητικό παρασκεύασμα από γάλα αραιωμένο με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γάλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Ν. Κεφαλόπουλο] … Dictionary of Greek